Εκκλησίες

Η Παλιά Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται στα νότια του χωριού. Είναι κτίσμα του 12ου αιώνα και διατηρεί θολωτή στέγη και νάρθηκα που προστέθηκε μεταγενέστερα.

Στο θόλο της διατηρούνται αρκετές μισοφθαρμένες τοιχογραφίες. Είναι από αυτή τη μεσαιωνική εκκλησία που πήρε το όνομα της η καινούργια εκκλησία της κοινότητας.

Σήμερα η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, επιδιορθώνεται με δαπάνες του τμήματος αρχαιοτήτων, της χωριτικής αρχής των Πυργών και δωρεές του Λεβέντειου Παρασκευαϊδειου κέντρου και άλλων πιστών.

Στο πίσω μέρος της εκκλησίας βρίσκεται η πρώτη πηγή του χωριού, από την οποία υδρευόταν όλο το χωριό στην παλιά εποχή. Το 1951 έγιναν υδατικά έργα και η υδατοπρομήθεια του χωριού διευκολύνθηκε από μια δεύτερη πηγή.

Ένα Σημαντικό μεσαιωνικό μνημείο του χωριού είναι η σωζόμενη μικρή εκκλησία που, σύμφωνα προς την τοπική παράδοση, είναι αφιερωμένη στην αγία Αικατερίνη. Η εκκλησία αυτή είναι γνωστότερη ως Βασιλικό παρεκκλήσι.

Το Βασιλικό ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ ΤΗΣ Αγίας Αικατερίνης χτίστηκε στις αρχές του 15ου αιώνα. Είναι Γοτθικού ρυθμού του 14ου αιώνα (όταν άρχισε η παρακμή της γοτθικής τέχνης).

Έχει ορθογώνιο σχήμα με τρεις θύρες και καμαρωτή στέγη που στηρίζεται πάνω σε τρεις ενισχυτικές ζώνες. Είναι χτισμένο με ηφαιστιογενείς πέτρες κυρίως κοκκινωπές και πρασινωπές που μαζεύτηκαν από τη γύρω περιοχή. Εσωτερικά σώζονται αρκετές τοιχογραφίες στον θόλο και στους τοίχους. Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα απομεινάρια του βασιλείου των Λουζινιανών στην Κύπρο.

Δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, βρίσκεται η νέα εκκλησία της Αγίας Μαρίνας που κτίστηκε τα τελευταία χρόνια.

Μονές

Σε μια πανοραμική βουνοκορφή της Κύπρου, σαν μια γιγάντια αετοφωλιά, βαλμένη από το χέρι του Θεού, αιώνες τώρα στην κορυφή του υπερυψωμένου και απόκρημνου βραχώδους όρους του Ολύμπου, ορθώνεται επιβλητικά, η παλαίφατη και κλεισμένη Ιερά Μονή του Σταυροβουνίου. Βρίσκεται και αυτή στην ίδια οροσειρά του Τροόδους που βρίσκονται τα περισσότερα και ωραιότερα μοναστήρια της Κύπρου.

Είναι κτισμένη σ’ ένα βουνό τραχύ, στο κέντρο της νοτιοανατολικής Κύπρου, πάνω σε μια κορφή απομονωμένη σαν κορυφή καμπαναριού, που δεν μπορεί να την σκιάσει καμιά άλλη γειτονική της κορφή με το ύψος της ή με τον όγκο της. Η κορυφή αυτή, με υψόμετρο 700 περίπου μέτρων, καθιστά τη Μονή περίβλεπτη, παρέχοντας στον κάθε της επισκέπτη μια εξαίσια και μαγευτική θέα προς κάθε κατεύθυνση.

Ατενίζοντας προς τα βορειοανατολικά και πιο ‘κει, στην Ανατολή, το βλέμμα σου αγκαλιάζει την εύφορη κοιλάδα της Μεσαορίας με τα γραφικά χωριά της, που αντιφεγγίζουν κάτω απ’ τον καυτερό Κυπριακό ήλιο και λίγο πιο κάτω, τη θαλασσοφίλητη πόλη της Αμμοχώστου. Όταν άλλοτε, μαζέψει η ομίχλη το θαμπό πέπλο της, ατενίζεις, στο βάθος τα όρια της ακραίας Καρπασίας.

Εντρυφάς στην ηλιόλουστη πεδιάδα, που καθάρια απλώνεται απ’ τους πρόποδες του Σταυροβουνίου και εκτείνεται μέχρι τη Λάρνακα και τις Αλυκές και δυτικότερα μέχρι τα όρια της επαρχίας Λεμεσού. Στο βάθος δε το βλέμμα παιγνιδίζει στην καταγάλανη Μεσογειακή θάλασσα, μέχρι τα όρη του Λιβάνου.
Η Δύση επιφυλάσσει μια άλλη όψη: Οι βουνοκορφές της ογκώδους οροσειράς του Τροόδους, λουσμένες στο πλούσιο φως του νησιού, αναδιπλούμενες και συρρικνούμενες, οδηγούνε τα μάτια ως τα βουνά του Μαχαιρά.

Σ’ αυτή λοιπόν την πανέμορφη θέση θέλησε ο Τίμιος Σταυρός να σταθεί και να στηθεί θυσιαστήριο στον Εσταυρωμένο Ιησού. Και στέκεται μόνιμα πάνω σ’ αυτό το ύψωμα ο Σταυρός, έχοντας αγαπημένο του υποπόδιο το Μοναστήρι του. Εδώ ψηλά ευλογεί αδιάλειπτα ο τετραμερής Σταυρός του Χριστού τα πέρατα της Νήσου των Αγίων, και περισκέπει με την άχραντη Χάρη του, τους ευλογημένους κατοίκους τούτης της μακάριας γης.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ

Η ιστορική πορεία της Μονής Σταυροβουνίου ήταν από την αρχή στενά συνυφασμένη με τη μοίρα του πολύπαθου νησιού της Κύπρου. Η Μονή, φημισμένη και περίβλεπτη και ευρισκόμενη κοντά στο μεγάλο λιμάνι των Αλυκών (της Λάρνακας), υπήρξε ανέκαθεν στόχος των κατά καιρούς εισβολέων και κατακτητών του νησιού.

Ιδρύεται στα 327/8 μ.Χ., με την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου, από τη Βασιλομήτορα Αγία Ελένη, κατά το ταξίδι της επιστροφής της από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη προσορμίστηκε στην Κύπρο, και κατοικείται από Ορθόδοξους Μοναχούς, φύλακες των σεπτών κειμηλίων, που αφιέρωσε σ’ αυτήν η αγία αυτοκράτειρα.

Κατά τη Φραγκοκρατία η Μονή περιέρχεται, για δυο περίπου αιώνες, στους παπικούς Βενεδικτίνους Μοναχούς.

Με την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, η Μονή υφίσταται σοβαρή καταστροφή, για να κατοικηθεί λίγο αργότερα και πάλιν από Ορθόδοξους Μοναχούς.

Με την αρχή της Αγγλοκρατίας επανδρώνεται από Κυπρίους Αγιορείτες Μοναχούς, που την ανακαινίζουν και μεταλαμπαδεύουν σ’ αυτή τον Μοναχικό κοινοβιακό θεσμό, σύμφωνα με τα πρότυπα των Μονών του Αγίου Όρους.

Σύμφωνα λοιπόν με τα πιο πάνω ιστορικά δεδομένα, κρίνεται εύλογη η διαίρεση της Ιστορίας της Μονής στις εξής περιόδους:

1. Πρώτη περίοδος: Βυζαντινοί Χρόνοι (327-1191μ.Χ)
2. Δεύτερη περίοδος: 1. Φραγκοκρατία (1192-1570μ.Χ)
2. Τουρκοκρατία (1570-1878 μ.Χ)
3. Τρίτη Περίοδος: 1. Αγγλοκρατία (1878-1960μ.Χ)
2. Ανεξαρτησία (1960 – σήμερα)

TO ΑΡΧΑΙΟ ΕΙΔΩΛΕΙΟ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ. Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ

Στην κορυφή του όρους του Σταυροβουνίου και στη θέση του Ναού της σημερινής Μονής, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρχε προχριστιανικός ειδωλολατρικός ναός. Η παράδοση αυτή ενισχύεται, τόσο από την αρχική ονομασία του όρους ως Ολύμπου, για την οποία ονομασία λόγος γίνεται πιο κάτω, όσο και από τη συνήθεια κατά την εποχή, που επεκράτησε ο Χριστιανισμός, να ανεγείρονται Χριστιανικοί Ναοί στη θέση ειδωλίων.
Δύο αγαλμάτια από ασβεστόλιθο, που βρέθηκαν στον χώρο της Μονής, αποτελούν μια πρόσθετη μαρτυρία του γεγονότος αυτού.

Επιπρόσθετα, η ανθρώπινη παρουσία ήδη από τους προχριστιανικούς χρόνους στον χώρο, που καταλαμβάνει σήμερα η Μονή μαρτυρείτε από μία πρόσφατη ανακάλυψη: Ένα χάλκινο υνί της Ύστερης εποχής του Χαλκού, πανομοιότυπο με αντίστοιχα υνία, που βρέθηκαν στην Έγκωμη Αμμοχώστου, και που χρονολογείται γύρω στο 1200 π.Χ. (Φωτ. Σελ. 12)

Η ονομασία Όλυμπος, που είναι λέξη πελασγική, προελληνική, προέρχεται προφανώς από την ονομασία του πασίγνωστου βουνού της Ελλάδας, και εισάγεται στην Κύπρο με την κάθοδο των Ελληνικών Φύλων.

Η θεοκίνητη γραφίδα του θεοφόρου Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου γράφοντας το 1167 την Τυπική Διαθήκη του, αναφερόμενος στο βουνό του Σταυροβουνίου, που γεωγραφικά βρίσκεται απέναντι από το χωριό του, τα Λεύκαρα, να το ονομάζει «όρος του Ολύμπου». Κάνει πρώτος τη σύζευξη της ονομασίας του όρους με την ύπαρξη σ’ αυτό Μονής, στον Ναό της οποίας φυλασσόταν τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου.

Η ονομασία του Σταυροβουνίου ως Όλυμπος συνεχίζεται και στους Μεσαιωνικούς χρόνους..
Παράλληλα όμως, τουλάχιστον από τις αρχές της Φραγκοκρατίας, ένεκα του σεπτού κειμηλίου της Μονής, αρχίζει να συνυπάρχει και η ονομασία Όρος του Αγίου (ή Τιμίου) Σταυρού . Για να δικαιολογηθεί όμως και η αρχαία ονομασία του όρους Όλυμπος, επινοήθηκε ταυτόχρονα το όνομα «Όλυμπας», ως το όνομα του Ληστού, εκ δεξιών του χριστού του οποίου ο Σταυρός είχε και αυτός αφιερωθεί από την Αγία Ελένη στον Ναό, που ίδρυσε εδώ.
Επί Τουρκοκρατίας επικρατεί τελικά το όνομα «Όρος του Σταυρού», που σε νεώτερους χρόνους ο πιστός λαός της Κύπρου αποκάλεσε «Βουνό του Σταυρού» και τελικά «Σταυροβούνι».

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Η ίδρυση του Ναού του Τιμίου Σταυρού στο όρος του Ολύμπου (Σταυροβούνι) είναι άμεσα συνυφασμένη, σύμφωνα με την παράδοση, με το ταξίδι της βασιλομήτορος Αγίας Ελένης προς την Παλαιστίνη με σκοπό την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και την ανέγερση Ναών στους Αγίους Τόπους.
Αυτό αποτελούσε επιθυμία και του υιού της Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και η ίδια η Αγία Ελένη είχε δει οπτασία, που την παρακινούσε προς τον σκοπό αυτό.

Παρ’ όλη την ηλικία της – ήταν τότε 78 ετών – αρχίζει με ζήλο νεανικό το έργο της επισήμανσης, αναστύλωσης και ανάδειξης των ιερών τόπων.

Μετά από πολλές περιπέτειες η Αγία Ελένη ανακαλύπτει τους τρεις Σταυρούς, του Κυρίου και των δύο ληστών, καθώς και τα καρφιά, με τα οποία καρφώθηκε ο Κύριος στον Σταυρό. Η αναγνώριση του Τιμίου Σταυρού γίνεται με το εξής θαύμα: Μια νεκρή γυναίκα οδηγείτο προς ενταφιασμό. Ο Άγιος Μακάριος ο Αρχιεπίσκοπος πρόσταξε τη νεκρική πομπή να σταματήσει. Μετά από θερμή προσευχή και τοποθετώντας διαδοχικά και χωριστά τους τρεις Σταυρούς πάνω στη νεκρή, αυτή αναστήθηκε, όταν την άγγιξε ο τρίτος Σταυρός. Ο Σταυρός του Κυρίου! Η Αγία Ελένη πρόσταξε τότε και διαιρέθηκε κατακόρυφα ο Τίμιος Σταυρός, ώστε να δημιουργηθούν δύο Σταυροί. Τον μεν ένα άφησε στα Ιεροσόλυμα, τον δε άλλο μετέφερε σε ταξίδι της από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη. Είναι απ’ αυτό, τον δεύτερο Σταυρό, που άφησε κατά τόπους τεμάχια σύμφωνα με την παράδοση.

Όσον αφορά τους δύο άλλους Σταυρούς των ληστών, επειδή η Αγία αδυνατούσε να διακρίνει ποιος από τους δύο ανήκε στον «εκ δεξιών» Καλό Ληστή και ποιος στον «εξ αριστερών», και επειδή από την άλλη σκέφθηκε πως τόσα χρόνια θαμμένοι με τον Σταυρό του Χριστού είχαν πάρει κι αυτοί ευλογία, και δεν έπρεπε να παραμεληθούν, πρόσταξε να αποσυναρμολογηθούν, και με την εναλλαγή των οριζοντίων ξύλων τους να σχηματισθούν δύο νέοι Σταυροί. Έτσι ο καθένας τους περιείχε τμήμα του Σταυρού του Καλού Ληστή. Εάν λοιπόν θεωρηθεί ως ορθή η εκδοχή αυτή, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η Αγία Ελένη αφιέρωσε στον Ναό του Σταυροβουνίου τον ένα από τους δύο αυτούς Σταυρούς.

Σύμφωνα με την παράδοση η Κύπρος μαστιζόταν τότε από φοβερή ανομβρία (δεν είχε βρέξει για 36 συνεχή έτη),που προκάλεσε λοιμικές ασθένειες, το δε νησί είχε γεμίσει από θανατηφόρα φίδια. Η θεομηνία αυτή οδήγησε πολλούς κατοίκους να μεταναστεύσουν σε άλλα μέρη, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο της Αγίας και της είπε ότι ήταν θέλημα Θεού να ανεγείρει Ναούς και στην Κύπρο, στους οποίους να αφιερώσει τεμάχια του Τίμιου Ξύλου, για να τιμάται και εδώ ο Σταυρός του Κυρίου. Από θαύμα τότε ο Τίμιος Σταυρός μεταφέρθηκε από θεία δύναμη στην κορυφή του όρους Ολύμπου, του σημερινού Σταυροβουνίου, υποδεικνύοντας στην Αγία, τη θέση, όπου έπρεπε να ανεγείρει Ναό προς τιμή Του.

Η ταπεινή αυτοκράτειρα ήλθε πράγματι προσωπικά στη βουνοκορφή του Ολύμπου και με τη βοήθεια κάποιων κατοίκων των γύρω περιοχών, καθώς και των ανθρώπων της, καταργεί τον προϋπάρχοντα ειδωλολατρικό ναό και ανεγείρει Ναό προς δόξα του αληθινού Θεού. Στον αρχικό τούτο Ναό αφιέρωσε τον ένα από τους δύο Σταυρούς των ληστών, τοποθετώντας στο κέντρο του τεμάχιο από το Τίμιο Ξύλο, καθώς επίσης και ένα αγιασμένο καρφί.

Κατά την ίδια παράδοση η Αγία Ελένη ανεγείρει και άλλους Ναούς στο νησί (όπως π.χ. στην Τόχνη), προικίζοντάς τους κι εκείνους με τεμάχια των αγιασμένων Συμβόλων του Πάθους του Κυρίου. Μεταφέρει επίσης με ενέργειές της ένα πλοίο γεμάτο γάτες από τη Μικρά Ασία (ο όρμος, που προσορμίσθηκε στο πλοίο ονομάσθηκε έκτοτε Ακρωτήριο των Γάτων ή Κάβο Γάτα), που αφέθηκαν στην ξηραμένη γη, για να εξαλείψουν τα πολλά φίδια. Και αργότερα, από την Κωνσταντινούπολη, μερίμνησε και πέτυχε την επιστροφή των Κυπρίων στο νησί τους, που είχαν ξενιτευθεί ένεκα της ανομβρίας.

Η ανάμνηση της διέλευσης της Βασιλομήτορος Αγίας Ελένης από την Κύπρο και της ίδρυσης απ’ αυτήν της Μονής του Τιμίου Σταυρού στο Σταυροβούνι διαιωνίζεται και με την επιγραφή πάνω σε πέτρινη πλάκα, που σήμερα βρίσκεται εντοιχισμένη στον διάδρομο στα βόρεια του Καθολικού (κεντρικού Ναού) της Μονής.

Φραγκοκρατία (1192-1570) Κατά της περίοδο της Φραγκοκρατίας γράφτηκαν ορισμένες από τις μελανές σελίδες της Ιστορίας της πολύπαθης Κύπρου: Αιχμαλωσία, καταπίεση, φτώχεια, λοιμικές ασθένειες, θεομηνία, θανατικά…. Και η Μονή του Σταυροβουνίου, που πάντοτε σεμνυνόταν με το σύμβολο του Πάθους και του Μαρτυρίου, συνέπαθε και δοκιμάστηκε μαζί με το βασανισμένο νησί όσο ποτέ άλλοτε.

Τουρκοκρατία (1570 – 1878) Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (1453) και τις διάφορες κατακτήσεις τους στις παραμεσόγειες περιοχές η Κύπρος παρέμεινε σαν ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο» των κατακτήσεων της χριστιανικής Δύσης στην Ανατολή. Παρόλο δε που οι Ενετικές αρχές της Κύπρου κατέβαλλαν ετήσιο φόρο υποτελείας στους Οθωμανούς, η κατάκτηση του νησιού από τους τελευταίους ήταν θέμα χρόνου. Η επίθεση των Οθωμανών κατά της Κύπρου το 1570 και μετά από ένα σκληρό πόλεμο που διάρκεσε ένα ολόκληρο χρόνο, και με την πτώση της Αμμοχώστου τον Αύγουστο του 1571 ολοκληρώθηκε η κατάληψη του δύστηνου νησιού μέσα από εφιαλτική ατμόσφαιρα σφαγών, λεηλασιών, ατιμιών, καταστροφών. Για την Κύπρο άρχιζε η σκοτεινή περίοδος της Τουρκοκρατίας.

Αγγλοκρατία (1878 – 1960) Το Καλοκαίρι του 1878, εντελώς απρόσμενα, η Κύπρος άλλαζε για μια ακόμη φορά κυρίαρχο. Η φθίνουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, έχοντας απόλυτη ανάγκη τη βοήθεια και υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας, πώλησε την Ελληνική Μεγαλόνησο στους Άγγλους. Η Μεγάλη Βρετανία, που με σχετικά μεγάλη ευκολία απέκτησε την κυριαρχία του Νησιού, είχε πολλούς βέβαια λόγους και άφθονα συμφέροντα από αυτή την κατάκτηση.
Όσον αφορά τους ταλαιπωρημένους Κύπριους, που ασφαλώς δεν ρωτήθηκαν καθόλου για τη μεταβίβαση αυτή, είδαν κατ’ αρχήν με χαρά και αισιοδοξία το γεγονός αυτό. Η χαρά και ελπίδα των Ελληνοκυπρίων για ένα καλύτερο αύριο και την ποθητή τους επιτέλους ένωση με τη μητρόπολη Ελλάδα εκφράστηκε σαφέστατα και στους των Κιτίου Κυπριανού Οικονομίδη και Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, όταν τον Ιούλιο του 1878 καλωσόριζαν τον πρώτο Άγγλο ύπατο διοικητή του νησιού. Δυστυχώς οι ελπίδες αυτές σύντομα διαψεύσθηκαν, και οι ταλαίπωροι Κύπριοι κατάλαβαν πολύ νωρίς πως η Αγγλική κατάκτηση σήμανε την απαρχή νέων δεινών για τον τόπο.

Περίοδος Ανεξαρτησίας (1960 – σήμερα)
Με το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα του Κυπριακού λαού το 1959 και την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου η Κύπρος αποκτά την ανεξαρτησία της και ιδρύεται η Κυπριακή Δημοκρατία το 1960.

Για πρώτη φορά η Κύπρος μετά από οκτώ ολόκληρους αιώνες απέκτησε την ελευθερία της. Η ολιγάριθμη αδελφότητα της Μονής με καθοδήγηση του Γέροντα Γερμανού συνεχίζει να δίνει «καλή μαρτυρίαν» παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν από την λειψανδρία.
Η πτώση του μεγάλου βράχου στο ανατολικό άκρο της Μονής (1963) και οι εργασίες επισκευής από το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε διάφορα τμήματα της Μονής στάθηκαν σημαντικά γεγονότα.
Το 1979 –80 γίνεται διεύρυνση του παλιού στενού δρόμου μεταξύ Αγίας Βαρβάρας και Σταυροβουνίου και η ασφαλτόστρωση του.
Το 1976 οι πατέρες της ιστορικής Μονής Αποστόλου Βαρνάβα μετά τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής και διωγμένοι από τον Αττίλα βρίσκουν καταφύγιο τους τη Μονή Σταυροβουνίου.
Το 1982 ο ξαφνικός θάνατος του Γέροντα Γερμανού βυθίζει την μοναχική αδελφότητα σε βαθύ πένθος και δυσαναπλήρωτο κενό.
Το ίδιο έτος με κοινή ψήφο της αδελφότητας και την σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομου ενθρονίζεται νέος ηγούμενος στη Μονή ο Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος.
Από την αρχή της ηγουμενίας του και λόγω της σταθερής αύξησης της αδελφότητας φρόντισε και στήριξε τη δημιουργία νέων κτηρίων στη Μονή.

Μέχρι το 1983 η Μονή δεν είχε τηλεφωνική σύνδεση αλλά ούτε και ηλεκτρισμό. Φρόντισε λοιπόν για την παροχή τηλεφωνικού δικτύου καθώς και για την ηλεκτροδότηση της. Με την ηλεκτροδότηση κατέστη δυνατή και η προμήθεια νερού από γεώτρηση της Μονής. Η υδατοπρομήθεια έλυσε αρκετά προβλήματα και υποβοήθησε την πραγματοποίηση οικοδομικών εργασιών .

Κάτω από την καθοδήγηση του Καθηγουμένου Αθανασίου, η 25μελής αδελφότητα της Μονής, με την αίσθηση της ευθύνης για την βαρύτιμη πνευματική κληρονομιά των προγενεστέρων πατέρων, αγωνίζεται το κατά δύναμη για την πραγμάτωση του μοναχικού ιδεώδους.

Η Μονή Σταυροβουνίου είναι ενοριακή και εκκλησιαστικά υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Κιτίου.

Σαν πάρεις το χωματένιο δρόμο στα νοτιοανατολικά του χωριού κατά μήκος της κοιλάδας του παραπόταμου σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων, πολύ κοντά στο χωριό Κλαυδιά, θα βρεθείς μπροστά στο ερειπωμένο λατινικό μοναστήρι της Στάζουσας, που είναι αφιερωμένο στην Παναγία.

Το ξεμοναχιασμένο αυτό μοναστήρι, σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, είναι δημιούργημα πιθανόν του 14ου αιώνα με γοτθική αρχιτεκτονική. Αποτελεί το κατάλοιπο ενός Λατινικού μοναστηριού που σύμφωνα με τον C.Enlart ανήκε στους μοναχούς κιστερκιανούς.

Είναι κτισμένο με πελεκητή ασβεστόπετρα και τοποθετημένο στην όχθη του ποταμού Τρέμιθου. Τα κελιά είναι πια ερειπωμένα, όμως η εκκλησία με τις αψίδες της είναι επιβλητική έστω και αν η πέτρινη εσωτερική οροφή είναι μαυρισμένη. Πρόσφατα αναπαλαιώθηκε από το αρχαιολογικό μουσείο.

Το παλιό πετρόκτιστο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκεται πίσω από το μοναστήρι της Στάζουσας σε πιο χαμηλό υψόμετρο. Καταστράφηκε από κατολισθήσεις του πλαϊνού λόφου και ξανακτίστηκε.

Το αγίασμα του βρίσκεται στην πλαγιά του λόφου.

Ξωκλήσια

Toggle Content goes here