Στα μέσα του δρόμου μεταξύ Λευκωσίας – Λεμεσού, ανάμεσα στον Κόρνο και τον Ψευδά εκτείνεται μια ήπια αβαθής κοιλάδα που τη διασχίζει ένας μικρός παραπόταμος του Τρέμιθου και κάτω από τους Βόρειους πρόποδες του Σταυροβουνιού, βρίσκεται το Χωριό Πυργά της Επαρχίας Λάρνακας.
Κτισμένο σε ένα υψόμετρο 270 μέτρων, το χωριό είναι κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο του πεύκου και της άγριας βλάστησης. Το χωριό απέχει 23 περίπου χιλιόμετρα από τη Λάρνακα και τριάντα από την Λευκωσία.
Τα Πυργά βρίσκονται προστατευμένα και περικυκλωμένα από τα βουνά Αππϊάτζιη, Συινόβα, Βασιώτη, Ευγαλή, Σταυρής, Βικλιά και Πιπή. Τα βουνά αυτά είναι καταπράσινα. Αν πάρεις ένα από τα πολλά μονοπάτια η κάποιο χωματένιο δρόμο προς τις πλαγιές των λόφων, θα εντυπωσιαστείς από την αφθονία και την ποικιλία της φυσικής βλάστησης.
Νότια του χωριού όπου συναντάς το βουνό Ευγαλή, που φθάνει τα 450 μέτρα, ακριβώς πίσω, αγναντεύεις το ψηλότερο σημείο του χωριού, τη κορφή του Σταυροβουνίου, σε ύψος 688 μέτρα. Η Ιερά Μονή Σταυροβουνίου και Αγ. Βαρβάρας βρίσκονται μέσα στα διοικητικά όρια της κοινότητας.
Τα Πυργά δέχονται μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 430 χιλιοστόμετρα.
Στην περιοχή όπου από τα ορεινά αυτά συγκροτήματα που περιβάλλουν το χωριό, σχηματίζεται μια αβαθής μα πολύ εύφορη κοιλάδα που αποτελεί τον κύριο γεωργικό πνεύμονα της κοινότητας. Σιτηρά, πατάτες, λαχανικά, εσπεριδοειδή, ελιές και χαρουπιές, και λίγα όσπρια (κυρίως λουβιά), αποτελούν τα βασικά προϊόντα που παράγονται εδώ. Μεγάλες εκτάσεις κρατικής και ιδιωτικής γης είναι ευτυχώς ακόμη ακαλλιέργητες, δίνοντας έτσι την ευκαιρία, σε μια μεγάλη ποικιλία άγριας βλάστησης, να ξεδιπλωθεί σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.
Πεύκα, αόρατοι, αγριελιές, τρεμιθιές, σχίνοι, μερσίνις, ασπάλαθοι, μυροφόρες, μαζιές, ξυσταριές, σπατζιά και θυμάρι, είναι μόνο μερικά από τα είδη που συναντά κάποιος στο πέρασμά του. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο που όλοι οι γνωστοί βοτανολόγοι που κατά καιρούς ασχολήθηκαν με την χλωρίδα του τόπου, αφιέρωσαν σημαντικό μέρος του χρόνου τους στην περιοχή αυτή.(Sibthorp 1787, Kotschy 1859, Sintenis 1880, Lindberg 1939).
Η ποικίλη αυτή φυσική βλάστηση δεν είναι άσχετη με την παραγωγή εδώ του περίφημου « Μελιού του Σταυροβουνιού» . Η άφθονη και εκλεκτή ανθοφορία είναι που δίνει την εξαίρετη γεύση και το άρωμα στο μέλι της περιοχής. Οι κάτοικοι έχουν αντιληφθεί ότι το μέλλον αλλά και η ίδια ύπαρξη της κοινότητας τους, συνδέεται άμεσα με αυτό το φυσικό τοπίο. Γι’ αυτό, έγκαιρα ευαισθητοποιήθηκαν, και έχουν κάνει δυναμικούς αλλά και δικαστικούς αγώνες, για διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος της κοινότητάς τους.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, τα Πυργά συνδέονται στα δυτικά με το χωριό Κόρνος (περί τα 3,5 χμ) και στα βορειοανατολικά με το χωριό Αγία Άννα (περί τα 6,5 χμ) και μέσω του με την πόλη της Λάρνακας. Από το γειτονικό χωριό Ψευδάς που βρίσκεται στα βορειοανατολικά του απέχει περί τα 5 χιλιόμετρα.
Το χωριό γνώρισε πληθυσμιακές αυξομειώσεις. Το 1881 οι κάτοικοι του ήσαν 202 που μέχρι το 1960 αυξήθηκαν στους 381 (273 Ελληνοκύπριοι και 108 Τουρκοκύπριοι). Μετά την τουρκοκυπριακή ανταρσία οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι των Πυργών εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν σε γειτονικά αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στην Κύπρο ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι κάτοικοι του χωριού όλοι Ελληνοκύπριοι απέμειναν πλέον και μέχρι σήμερα ανέρχονται στους 600.
Ο αρχικός πυρήνας του οικισμού, που συγκεντρώνει τα μικρά παραδοσιακά σπίτια κτισμένα με πλινθάρι ή με καστανόχρωμες λάβες, συνεχώς εγκαταλείπεται. Αρκετά σύγχρονα σπίτια και εξοχικές κατοικίες κτίζονται στην περιφέρεια του χωριού, ιδιαίτερα στις κορφές και τις πλαγιές των λόφων. Φαίνεται πως το καταπράσινο τοπίο των Πυργών επισημάνθηκε πολύ νωρίς, γιατί αρκετοί κάτοικοι της Λάρνακας και της Λευκωσίας βρήκαν εδώ ικανοποιητικό χώρο για τα εξοχικά τους σπίτια.
Το χωριό υπήρχε κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Η ονομασία του όμως μας παραπέμπει στα Βυζαντινά χρόνια.
Για το όνομα του χωριού (Πυργά η Πυρκά) υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη που φαίνεται και πιο πιθανή, θέλει να πήρε το όνομα του από το κόκκινο χρώμα (πυρρόν) του χρώματος (γης) της περιοχής. Είναι δηλαδή το όνομα του χωριού αρχαιότατο και προέρχεται από το πύρ + τον Δωρικό τύπο γα (αντί γή). Επομένως Πυργά σημαίνει κοκκινογή.
Η άλλη εκδοχή λέει, πως, στην περιοχή αυτή, λόγω των πυκνών δασών, υπήρχαν πολλά καμίνια αγγειοπλαστικής και καρβούνων που έκαιαν συνέχεια. Υπήρχαν δηλαδή πολλές «πυρκαγιές» όπου και η ονομασία.
Η ιστορία του χωριού είναι πολύ παλιά και φθάνει πίσω στην αρχαιότητα. Αυτό το μαρτυρούν τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή , όπως σπήλαια, πήλινα αγάλματα, αγγεία, νομίσματα, κοσμήματα κλπ. Αρκετά από αυτά βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού που μεταφέρθηκαν δυστυχώς από τους τότε αρχαιοκάπηλους πρεσβευτές και πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί. Η φτώχεια και η άγνοια που επικρατούσε τότε διευκόλυνε πολύ το έργο τους.
Οι παλιές μεσαιωνικές εκκλησίες που σώζονται σήμερα στην κοινότητα (Βασιλικό Παρεκκλήσι, Αγ. Μαρίνα, Παναγιά της Στάζουσας) είναι μάρτυρες της ιστορίας της για την περίοδο αυτή.
Μια παλιά παράδοση αναφέρει, ότι ο μεγάλος θησαυρός του Ιανού, (ασήμι χρυσάφι και κοσμήματα) που ποτέ δεν βρέθηκε, εξακολουθεί να είναι φυλαγμένος στις υπόγειες στοές και σήραγγες, που λέγεται πως υπάρχουν κάτω και γύρω από την Αγ. Αικατερίνη (βασιλικό παρεκκλήσι) στα Πυργά. Σύμφωνα με την παράδοση ο θησαυρός αυτός είναι αρκετός για να συντηρήσει ολόκληρο τον πληθυσμό της Κύπρου, για αρκετά χρόνια.
Το εξαίρετο κλίμα, το καταπράσινο τοπίο, καθώς και η εύκολη πρόσβαση από τη Λάρνακα και τη Λευκωσία, κάνουν τα Πυργά ένα θαυμάσιο τόπο, για απόκτηση, εξοχικής, ή μόνιμης κατοικίας. Τα πλεονεκτήματα αυτά, φαίνεται να έχουν επισημανθεί πολύ νωρίς από τους κατοίκους των δύο πόλεων, γιατί αρκετοί από αυτούς βρήκαν εδώ, τον δικό τους ιδανικό χώρο για τα εξοχικά και τις επαύλεις τους. Πρόσφατα κτίστηκε στο κέντρο του χωριού, μεγάλο, ιδιόκτητο Κοινοτικό Κέντρο, που στεγάζει τα Γραφεία της Κοινότητας, Ιατρείο, Ταχυδρομείο, καφεστιατόριο, αίθουσα εκδηλώσεων, κ.λ.π.
Όλα δείχνουν , πως αυτό το είδος ανάπτυξης, θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, μετατρέποντας έτσι τα Πυργά, σε ένα ήσυχο, σύγχρονο, και κοντινό θέρετρο, ένα είδος «Εκάλης», για τους Λαρνακείς και τους Λευκωσιάτες. Μοναδική προϋπόθεση, το φυσικό περιβάλλον, πρέπει να διαφυλαχτεί με κάθε θυσία.